- κανάριο(ν)
- το1. το καναρίνι*2. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας βουρσερίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «καναρίνι» είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < νεολατ. canarius τής επιστημονικής ονομασίας τού καναρινιού serinus canarius < ισπ. Canarias islas (Κανάριοι νήσοι). Ως ονομασία φυτού επίσης μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγλλ. canariun < μαλαισ. kĕnari + νεοελατ. κατάλ. -ium].
Dictionary of Greek. 2013.